Η είσοδος μιας χώρας σε νομισματική ένωση,
πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ενός υψηλού βαθμού οικονομικής ολοκλήρωσης, με
αυξημένες εμπορικές συναλλαγές με τις υπόλοιπες χώρες της ένωσης κάτι που για
την Ελλάδα δεν ίσχυε.
Το ευρώ επέτρεψε τη φτηνότερη χρηματοδότηση
από όση ήταν προηγουμένως διαθέσιμη για τις ελληνικές κυβερνήσεις και πολλή από
αυτήν αποκτήθηκε από το εξωτερικό αντί, όπως γινόταν πριν, αποκλειστικά από
εγχώριες πηγές. Αυτές οι «διευκολύνσεις» είχαν ως άδηλο αποτέλεσμα να γίνουν οι
ελληνικές κυβερνήσεις λιγότερο υπεύθυνες απ’ ότι πριν την εισαγωγή του ευρώ. Αν
η Ελλάδα είχε κρατήσει το νόμισμά της, με μικρότερο δανεισμό από το εξωτερικό,
θα είχε πιθανόν μικρότερη ανάπτυξη από όση είχε μέχρι το 2007 αλλά θα είχε τα
εργαλεία-την υποτίμηση του νομίσματός της-για να ανταπεξέλθει στην ύφεση πολύ
καλύτερα, χωρίς να βρίσκεται στα πρόθυρα της στάσης πληρωμών. Με πιο ακριβό και
εγχώριο-στο μεγαλύτερο μέρος του-δανεισμό, οι κυβερνήσεις της θα είχαν
ισχυρότερα κίνητρα να είναι δημοσιονομικά πιο υπεύθυνες ( Σκαπέρδας.
Σ, 2011)
Από την είσοδο στο ευρώ και εντεύθεν, η
Ελλάδα δεν ικανοποίησε ποτέ ούτε έναν από του στόχους που έθετε η συνθήκη του
Μάαστριχτ. Αυτό δεν δείχνει μόνο ότι η Ελλάς ήταν ανέτοιμη να εισέλθει στην
ευρωζώνη, αλλά και ότι το ευρώ αποτέλεσε περισσότερο βαρίδι παρά εργαλείο
ανάπτυξης για την Ελληνική οικονομία. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα διογκώνονται
συνεχώς μετά το 2001 και με αυξανόμενο ρυθμό έναντι του ΑΕΠ, ενώ το χρέος
παρουσίασε σημάδια σχετικής σταθεροποίησης έως το 2007 ως προς το ΑΕΠ για να
αυξηθεί τα επόμενα έτη (πίνακας 1).Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσίασε
ραγδαία επιδείνωση από το 2000 και μετά, σημάδι της μείωσης της
ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας που επέφερε το «ακριβό» ευρώ
μειώνοντας τις εξαγωγές και αυξάνοντας τις εισαγωγές.
Πίνακας 1
Στοιχεία
[1],[2],[3] Eurostat
|
ΑΕΠ σε τιμές
αγοράσ [GDP mp]
|
Δημοσιονομικό
έλλειμμα [%ΑΕΠ]
|
Δημοσιο χρεος
[%ΑΕΠ]
|
Δημοσιο χρέος
[σε δις ευρώ]
|
Ανεργία
|
Κριτήρια [4]
|
max 3%
|
max 60%
|
|||
2000
|
3,70%
|
103,40%
|
11,20%
|
||
2001
|
4,50%
|
103,70%
|
10,70%
|
||
2002
|
4,80%
|
101,70%
|
166.1δις. Ευρ
|
10,30%
|
|
2003
|
5,60%
|
97,40%
|
177,8δις. Ευρ
|
9,70%
|
|
2004
|
7,50%
|
98,60%
|
201,2δις. Ευρ
|
10,50%
|
|
2005
|
5,20%
|
100%
|
215,4δις. Ευρ
|
9,90%
|
|
2006
|
5,70%
|
106,10%
|
226,2δις. Ευρ
|
8,90%
|
|
2007
|
227,0 δις.
Ευρώ
|
6,40%
|
105,40%
|
239,4δις. Ευρ
|
8,30%
|
2008
|
236,9 δις.
Ευρώ
|
9,80%
|
110,70%
|
262,3δις. Ευρ
|
7,70%
|
2009
|
235,0 δις.
Ευρώ
|
15,40%
|
127,10%
|
298,7δις. Ευρ
|
9,50%
|
2010
|
230,2 δις
ευρώ
|
10,50%
|
142,80%
|
328,6δις. Ευρ
|
12,60%
|
2011 [5]
|
9,50%
|
157,70%
|
|||
2012 [5]
|
9,30%
|
166,10%
|
Κατά την ίδια χρονική περίοδο, τα
ελλείμματα αυτά συνδυάστηκαν με αύξηση του πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών
της Γερμανίας. Ταυτόχρονα,
ο δανεισμός μέσω της μείωσης των επιτοκίων δεν έγινε φθηνότερος μόνο για το
κράτος αλλά και για τα νοικοκυριά αυξάνοντας έτσι την δανειοδότησή τους για
καταναλωτικές κυρίως δαπάνες οι οποίες επέφεραν μια αλλοιωμένη ανάπτυξη μέσω
της αύξησης της κατανάλωσης, η οποία δεν ήταν απόρροια πραγματικής αύξησης του
εισοδήματος, άλλα ιδιωτικό χρέος που μεταφερόταν στην κατανάλωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου