Η εξέλιξη του σχήματος του σταυρού και οι αντίστοιχοι τρόποι σταύρωσης
1) Ο αρχαιότερος σταυρός ήταν μονόκερως (simplex crux), ξύλο υψηλό κάθετα μπηγμένο στο έδαφος, συνήθως κορμός δένδρου. Όπου δεν υπήρχαν δένδρα, σε μέρη δημόσιας θέας που επιλέγονταν ειδικά
για σταυρώσεις, στερέωναν στο έδαφος δοκούς.
Δυο ειδών σταυρώσεις πάνω σε μονόξυλο, του κυρίως «σταυρού», αναφέρονται:
α) Ο ανασκολοπισμός. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το αιχμηρό στην πάνω κορυφή του μονόξυλο (acuta crux) διατρυπούσε το υπογάστριο και τα εντόσθια του θύματος, με ισχυρά κτυπήματα με τον πέλεκυ διαπερνούσε τα σπλάγχνα και τη θωρακική κοιλότητα κι έβγαινε από τον θώρακα ή τη ράχη. Έπειτα στερεωνόταν στο έδαφος με τον ανασκολοπισμένο πάνω του.
β) Η ανασταύρωση. Η ανάρτηση και η πρόσδεση ή καθήλωση πάνω στον μονόξυλο σταυρό. Άλλοτε αυτόν που σταυρωνόταν τον κρεμούσαν νεκρό, αφού πρώτα είχε θανατωθεί με άλλον τρόπο, οπότε η ανασταύρωση ήταν αύξηση της ατίμωσης και αποσκοπούσε στον παραδειγματισμό των θεατών, άλλοτε πάλι το θύμα κρεμιόταν ζωντανό, για να πεθάνει στο σταυρό με «αργό θάνατο». Τέλος, το θύμα μπορούσε να κρεμαστεί στο σταυρό μόνο για να μαστιγωθεί, μετά το κατέβαζαν και το θανάτωναν με άλλον τρόπο.
2) Ο σύνθετος σταυρός σε σχήμα Τ (crux comissa). Αποτελείτο από ένα κάθετο ξύλο (staticulum) κι ένα οριζόντιο (antemna). Είναι μεταγενέστερη εξέλιξη του σχήματος του σταυρού. Το νέο αυτό σχήμα («ξύλο δίδυμο», «δίγλυφος δοκός») εμφανίζεται στην ακμή του Ρωμαϊκού κράτους, λίγο πριν την εποχή του Χριστού. Πάνω στον κυρίως σταυρό, δηλαδή στο κάθετο ξύλο (lignum, palus, crux) ανάρτησαν και προσάρμοσαν το patibulum, που ο καταδικασμένος πηγαίνοντας προς τον τόπο της σταύρωσης που ήταν έξω από την πόλη, το κουβαλούσε πάνω στους μαστιγωμένους ώμους του, έχοντας τα χέρια του σε έκταση δεμένα πάνω του από τη μια και την άλλη μεριά. Έτσι λοιπόν ο νέοςνέος
αυτός τύπος του σταυρού σε σχήμα Τ ήταν η σύνθεση του crux και του
patibulum (crux patibulata). Στο νέο αυτό σχήμα προσαρμόζεται νέος
τρόπος σταύρωσης. Αυτός που κρεμιέται δεν προσδένεται, αλλά καθηλώνεται,
δηλαδή καρφώνεται στο σταυρό. Πάνω στο οριζόντιο σκέλος απλώνονται τα
χέρια του και στερεώνονται στα άκρα με ένα καρφί στο καθένα. Με τον ίδιο
τρόπο καρφώνονται και τα πόδια στο κάθετο ξύλο, με ένα καρφί στο καθένα
ή με ένα καρφί και στα δυο.
3) Άλλο σχήμα σταυρού είναι ο σταυρός Χ (crux decussata), ο λεγόμενος και Ανδρεανός (crux Andreana), γιατί σύμφωνα με την παράδοση, σε τέτοιο σταυρό υπέστη το σταυρικό μαρτύριο ο απόστολος Ανδρέας.
4) Σύνθετος σταυρός + (crux immissa). Πάνω στο σταυρό έπρεπε να υπάρχει αναρτημένη πινακίδα (titulus, δελτίο, αιτία, σανίδα), που ανέγραφε την κατηγορία που είχε σαν συνέπεια τη σταύρωση. Γι’ αυτό το λόγο κρίθηκε ότι το κάθετο σκέλος του σταυρού (stipes) έπρεπε να προεξέχει λίγο πάνω από το οριζόντιο. Έτσι προήλθε το νέο σχήμα του σταυρού (crux immissa), το οποίο έκτοτε επικράτησε και το οποίο εμείς σήμερασήμερα
ονομάζουμε «σταυρό» στην κυριολεξία, και από αυτόν σχηματίσαμε τις
λέξεις «διασταυρώνω» και «διασταύρωση». Το σχήμα αυτό είναι το πιο
πιθανό να είχε ο σταυρός του Χριστού.
Περιγραφή της σταύρωσης
Μετά την εξαγγελία από τη ρωμαϊκή αρχή της διοικητικής ή δικαστικής απόφασης για σταύρωση, που γινόταν με διαταγή («ibis in crucem») που απευθυνόταν προς τον κατηγορούμενο, ακολουθούσε η μαστίγωση πριν από τη σταύρωση (verberatio, flagellatio). Η μαστίγωση ή φραγγέλωση εφαρμοζόταν από τους Ρωμαίους σαν αυτοτελής ποινή, σαν ανακριτικό μέσο για εκβιασμό απάντησης ή ομολογίας και σαν αιματηρή εισαγωγή στη σταύρωση. Σαν προοίμιο της φρικτής τραγωδίας καθιερώθηκε από τον Πόρκιο Νόμο (lex Porcia). Ο καταδικασμένος ξεγυμνωνόταν και μαστιγωνόταν δεμένος σε χαμηλή στήλη ή σε πάσσαλο ή στο δοκό (patibulum). Η μαστίγωση γινόταν συνήθως από δούλους, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν συνήθως σαν εκτελεστικά όργανα της σταύρωσης κάτω από τη εποπτεία ενός ραβδούχου σαν δημίου. Η φραγγέλωση ήταν σκληρή και επώδυνη. Με τα πρώτα κιόλας πλήγματα η ράχη κοκκίνιζε από το αίμα που ανάβλυζε από τις σάρκες. Η διατάραξη που επερχόταν στην κυκλοφορία του αίματος και την ισορροπία του οργανισμού, η δοκιμασία της καρδιάς και του νευρικού συστήματος ήταν τόσο μεγάλη, ώστε πολλές φορές ο καταδικασμένος υπέκυπτε στη μαστίγωση.
Μετά τη μαστίγωση ακολουθούσε πορεία διαπόμπευσης. Οδηγούσαν τον κατάδικο στον τόπο της εκτέλεσης μέσα από τους δρόμους της πόλης υπό συνεχή και πάλι μαστιγώματα και κτυπήματα της πληγωμένης του πλάτης με αιχμηρές ράβδους. Κάτω από τα χλευαστικά σχόλια του όχλου, έφερε ο ίδιος είτε ολόκληρο το σταυρό, είτε το οριζόντιο σκέλος του , στο οποίο ήταν δεμένα τα χέρια του.
Από τον τράχηλο του κατάδικου ήταν κρεμασμένη κι έπεφτε στο στήθος του η επιγραφή (δελτίο, σανίδα, αιτία, τίτλος, titulus), που ανέγραφε το έγκλημά του, για προφύλαξη ή προειδοποίηση των θεατών από τις συνέπειες παρόμοιου εγκλήματος.
Όταν η αποτροπιαστική πομπή έφτανε στον τόπο της σταύρωσης, είχε ήδη στηθεί το ικρίωμα, σπανιότερα μπηγόταν εκείνη την ώρα στο έδαφος το κάθετο ξύλο, που αποτελείτο είτε από ακατέργαστο κορμό δένδρου, είτε από κατεργασμένο (ιστός). Στη συνέχεια ανύψωναν το θύμα μαζί με το patibulum πάνω στο κάθετο ξύλο με τη βοήθειαβοήθεια
σχοινιών, σταθεροποιούσαν τα δύο ξύλα και κάρφωναν τα χέρια και τα
πόδια του (καθήλωση ή προσήλωση). Για να αποφύγουν το ενδεχόμενο της
απόσχισης των καθηλωμένων άκρων, λόγω των σπασμών του σώματος από τους
πόνους, μερικές φορές τα έδεναν και με σχοινιά. Για τον ίδιο λόγο
παρέστη ανάγκη να σφηνώσουν μικρό πάσσαλο (cornu, κέρας, sedile,
σκαλμός, πήγμα) στη μέση του κάθετου ξύλου, μεταξύ των μηρών του
σταυρωμένου, για να μπορεί αυτός να στηρίζεται, ιππεύοντας πάνω στο
στήριγμα αυτό. Το υποπόδιο (suppedaneum), στο οποίο υποτίθεται ότι
καρφώνονταν τα πόδια, είναι μεταγενέστερη επινόηση αυτών που
απεικονίζουν τη σταύρωση, που οφειλόταν στο ότι, επειδή το sedile δεν
μπορούσε να ζωγραφιστεί, κάτι έπρεπε να φαίνεται ότι στηρίζει το σώμα. Η
εικονογραφία λοιπόν δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα.
Οι πόνοι του σταυρού ήταν φοβεροί. Η βεβιασμένη και μόνο στάση του σώματος, χωρίς τη δυνατότητα αλλαγής θέσης, συνεπαγόταν φρικτούς πόνους. Η ματωμένη και, από τις πληγές που προκάλεσε η μαστίγωση, ανοιχτή πλάτη, τα διάτρητα σε έκταση άκρα, η στενοχώρια των σπλάγχνων, η εναλλαγή φλόγωσης και κρύας εφίδρωσης, οι σπασμοί της ακινησίας, η ανωμαλία της κυκλοφορίας του αίματος επέτειναν τη δριμύτητα των πόνων. Τα καρφωμένα άκρα ήταν πιο ευαίσθητα, γιατί έφεραν το βάρος όλου του σώματος, το οποίο είχε συσπάσεις από το φρικτό πόνο. Ακολουθούσαν καρδιολογικές επιπλοκές. Ο ισχυρός πυρετός που εισέβαλλε και η δίψα που κατάκαιγε επαύξανε την οδύνη. Το σώμα μελάνιαζε, τα νεύρα και οι μύες εξείχαν συσπασμένοι, οι φλέβες διογκώνονταν τα μάτια φλογισμένα πρόβαλλαν εξογκωμένα. Συμφορήσεις του εγκεφάλου, των πνευμόνων και της καρδιάς διαδέχονταν η μία την άλλη. Τα σκέλη, μετά τους σπασμούς, τα καταλάμβανε ακαμψία, λόγω της αφύσικης θέσης του σώματος, η δύσπνοια μαρτυρούσε επιθανάτιο άγχος κι όμως ο θάνατος, ιδίως σε ισχυρές κράσεις, δεν ερχόταν γρήγορα. Στις περιπτώσεις αυτές ο θάνατος επισπευδόταν με τη σκελοκοπία (crurifragium), δηλαδή με θλάση των κνημών ή με πλήγματα κάτω από τις μασχάλες ή με διάτρηση του στήθους ή της πλευράς του σταυρωμένου με το δόρυ ή με στραγγαλισμό με τη χρήση σχοινιού ή με το κάψιμό του μαζί με το σταυρό. Αλλιώς ήταν δυνατό να παρατείνεται η ζωή για δυο και τρεις μέρες, παράταση που επέτεινε τη σκληρότητα της ποινής. Η κύρια αιτία επέλευσης του θανάτου ήταν η παρά φύση θέση του σώματος, η εξαιτίας αυτής διαταραχή της κυκλοφορίας του αίματος, οι τρομεροί πόνοι στο κεφάλι, η εξασθένηση της καρδιάς και τέλος η ακαμψία των σκελών.
Διατυπώσεις μετά τη σταύρωση
Ο ρωμαϊκός νόμος «De bonis damnatotum» εκχωρούσε στο δήμιο και στους εκτελεστές της σταύρωσης τα ρούχα του σταυρωμένου. Η ταφή απαγορευόταν για τους σταυρωμένους. Την παρείχαν μόνο στους έντιμους ανθρώπους. Οι σταυρωμένοι έμεναν κρεμασμένοι μέχρι να αποσυντεθούν και πολλές φορές γίνονταν βορά των ορνέων. Για να εμποδίζονται οι συγγενείς στην προσπάθειά τους να παρατείνουν τη ζωή του θύματος, με την ελπίδα της απονομής χάρης και της αποδέσμευσης από το σταυρό, ενώ ακόμα ο κατάδικος ήταν ζωντανός, υπήρχε φρουρά στρατιωτών για τη φύλαξή του. Στην Παλαιστίνη επέτρεψαν την αποκαθήλωση του Ιησού από σεβασμό στην τοπική γιορτή των Ιουδαίων και στην ειδική σχετική διάταξη του νόμου τους (Δευτερονόμιο 12:13, Ιώσηπος ΙΙΙ, 4,5,2), σύμφωνα με την πολιτική της Ρώμης απέναντι στους υποτελείς λαούς.
Πηγή
history-pages.blogspot.com
1) Ο αρχαιότερος σταυρός ήταν μονόκερως (simplex crux), ξύλο υψηλό κάθετα μπηγμένο στο έδαφος, συνήθως κορμός δένδρου. Όπου δεν υπήρχαν δένδρα, σε μέρη δημόσιας θέας που επιλέγονταν ειδικά
για σταυρώσεις, στερέωναν στο έδαφος δοκούς.
Δυο ειδών σταυρώσεις πάνω σε μονόξυλο, του κυρίως «σταυρού», αναφέρονται:
α) Ο ανασκολοπισμός. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το αιχμηρό στην πάνω κορυφή του μονόξυλο (acuta crux) διατρυπούσε το υπογάστριο και τα εντόσθια του θύματος, με ισχυρά κτυπήματα με τον πέλεκυ διαπερνούσε τα σπλάγχνα και τη θωρακική κοιλότητα κι έβγαινε από τον θώρακα ή τη ράχη. Έπειτα στερεωνόταν στο έδαφος με τον ανασκολοπισμένο πάνω του.
β) Η ανασταύρωση. Η ανάρτηση και η πρόσδεση ή καθήλωση πάνω στον μονόξυλο σταυρό. Άλλοτε αυτόν που σταυρωνόταν τον κρεμούσαν νεκρό, αφού πρώτα είχε θανατωθεί με άλλον τρόπο, οπότε η ανασταύρωση ήταν αύξηση της ατίμωσης και αποσκοπούσε στον παραδειγματισμό των θεατών, άλλοτε πάλι το θύμα κρεμιόταν ζωντανό, για να πεθάνει στο σταυρό με «αργό θάνατο». Τέλος, το θύμα μπορούσε να κρεμαστεί στο σταυρό μόνο για να μαστιγωθεί, μετά το κατέβαζαν και το θανάτωναν με άλλον τρόπο.
2) Ο σύνθετος σταυρός σε σχήμα Τ (crux comissa). Αποτελείτο από ένα κάθετο ξύλο (staticulum) κι ένα οριζόντιο (antemna). Είναι μεταγενέστερη εξέλιξη του σχήματος του σταυρού. Το νέο αυτό σχήμα («ξύλο δίδυμο», «δίγλυφος δοκός») εμφανίζεται στην ακμή του Ρωμαϊκού κράτους, λίγο πριν την εποχή του Χριστού. Πάνω στον κυρίως σταυρό, δηλαδή στο κάθετο ξύλο (lignum, palus, crux) ανάρτησαν και προσάρμοσαν το patibulum, που ο καταδικασμένος πηγαίνοντας προς τον τόπο της σταύρωσης που ήταν έξω από την πόλη, το κουβαλούσε πάνω στους μαστιγωμένους ώμους του, έχοντας τα χέρια του σε έκταση δεμένα πάνω του από τη μια και την άλλη μεριά. Έτσι λοιπόν ο νέοςνέος

3) Άλλο σχήμα σταυρού είναι ο σταυρός Χ (crux decussata), ο λεγόμενος και Ανδρεανός (crux Andreana), γιατί σύμφωνα με την παράδοση, σε τέτοιο σταυρό υπέστη το σταυρικό μαρτύριο ο απόστολος Ανδρέας.
4) Σύνθετος σταυρός + (crux immissa). Πάνω στο σταυρό έπρεπε να υπάρχει αναρτημένη πινακίδα (titulus, δελτίο, αιτία, σανίδα), που ανέγραφε την κατηγορία που είχε σαν συνέπεια τη σταύρωση. Γι’ αυτό το λόγο κρίθηκε ότι το κάθετο σκέλος του σταυρού (stipes) έπρεπε να προεξέχει λίγο πάνω από το οριζόντιο. Έτσι προήλθε το νέο σχήμα του σταυρού (crux immissa), το οποίο έκτοτε επικράτησε και το οποίο εμείς σήμερασήμερα


Μετά την εξαγγελία από τη ρωμαϊκή αρχή της διοικητικής ή δικαστικής απόφασης για σταύρωση, που γινόταν με διαταγή («ibis in crucem») που απευθυνόταν προς τον κατηγορούμενο, ακολουθούσε η μαστίγωση πριν από τη σταύρωση (verberatio, flagellatio). Η μαστίγωση ή φραγγέλωση εφαρμοζόταν από τους Ρωμαίους σαν αυτοτελής ποινή, σαν ανακριτικό μέσο για εκβιασμό απάντησης ή ομολογίας και σαν αιματηρή εισαγωγή στη σταύρωση. Σαν προοίμιο της φρικτής τραγωδίας καθιερώθηκε από τον Πόρκιο Νόμο (lex Porcia). Ο καταδικασμένος ξεγυμνωνόταν και μαστιγωνόταν δεμένος σε χαμηλή στήλη ή σε πάσσαλο ή στο δοκό (patibulum). Η μαστίγωση γινόταν συνήθως από δούλους, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν συνήθως σαν εκτελεστικά όργανα της σταύρωσης κάτω από τη εποπτεία ενός ραβδούχου σαν δημίου. Η φραγγέλωση ήταν σκληρή και επώδυνη. Με τα πρώτα κιόλας πλήγματα η ράχη κοκκίνιζε από το αίμα που ανάβλυζε από τις σάρκες. Η διατάραξη που επερχόταν στην κυκλοφορία του αίματος και την ισορροπία του οργανισμού, η δοκιμασία της καρδιάς και του νευρικού συστήματος ήταν τόσο μεγάλη, ώστε πολλές φορές ο καταδικασμένος υπέκυπτε στη μαστίγωση.
Μετά τη μαστίγωση ακολουθούσε πορεία διαπόμπευσης. Οδηγούσαν τον κατάδικο στον τόπο της εκτέλεσης μέσα από τους δρόμους της πόλης υπό συνεχή και πάλι μαστιγώματα και κτυπήματα της πληγωμένης του πλάτης με αιχμηρές ράβδους. Κάτω από τα χλευαστικά σχόλια του όχλου, έφερε ο ίδιος είτε ολόκληρο το σταυρό, είτε το οριζόντιο σκέλος του , στο οποίο ήταν δεμένα τα χέρια του.
Από τον τράχηλο του κατάδικου ήταν κρεμασμένη κι έπεφτε στο στήθος του η επιγραφή (δελτίο, σανίδα, αιτία, τίτλος, titulus), που ανέγραφε το έγκλημά του, για προφύλαξη ή προειδοποίηση των θεατών από τις συνέπειες παρόμοιου εγκλήματος.
Όταν η αποτροπιαστική πομπή έφτανε στον τόπο της σταύρωσης, είχε ήδη στηθεί το ικρίωμα, σπανιότερα μπηγόταν εκείνη την ώρα στο έδαφος το κάθετο ξύλο, που αποτελείτο είτε από ακατέργαστο κορμό δένδρου, είτε από κατεργασμένο (ιστός). Στη συνέχεια ανύψωναν το θύμα μαζί με το patibulum πάνω στο κάθετο ξύλο με τη βοήθειαβοήθεια

Οι πόνοι του σταυρού ήταν φοβεροί. Η βεβιασμένη και μόνο στάση του σώματος, χωρίς τη δυνατότητα αλλαγής θέσης, συνεπαγόταν φρικτούς πόνους. Η ματωμένη και, από τις πληγές που προκάλεσε η μαστίγωση, ανοιχτή πλάτη, τα διάτρητα σε έκταση άκρα, η στενοχώρια των σπλάγχνων, η εναλλαγή φλόγωσης και κρύας εφίδρωσης, οι σπασμοί της ακινησίας, η ανωμαλία της κυκλοφορίας του αίματος επέτειναν τη δριμύτητα των πόνων. Τα καρφωμένα άκρα ήταν πιο ευαίσθητα, γιατί έφεραν το βάρος όλου του σώματος, το οποίο είχε συσπάσεις από το φρικτό πόνο. Ακολουθούσαν καρδιολογικές επιπλοκές. Ο ισχυρός πυρετός που εισέβαλλε και η δίψα που κατάκαιγε επαύξανε την οδύνη. Το σώμα μελάνιαζε, τα νεύρα και οι μύες εξείχαν συσπασμένοι, οι φλέβες διογκώνονταν τα μάτια φλογισμένα πρόβαλλαν εξογκωμένα. Συμφορήσεις του εγκεφάλου, των πνευμόνων και της καρδιάς διαδέχονταν η μία την άλλη. Τα σκέλη, μετά τους σπασμούς, τα καταλάμβανε ακαμψία, λόγω της αφύσικης θέσης του σώματος, η δύσπνοια μαρτυρούσε επιθανάτιο άγχος κι όμως ο θάνατος, ιδίως σε ισχυρές κράσεις, δεν ερχόταν γρήγορα. Στις περιπτώσεις αυτές ο θάνατος επισπευδόταν με τη σκελοκοπία (crurifragium), δηλαδή με θλάση των κνημών ή με πλήγματα κάτω από τις μασχάλες ή με διάτρηση του στήθους ή της πλευράς του σταυρωμένου με το δόρυ ή με στραγγαλισμό με τη χρήση σχοινιού ή με το κάψιμό του μαζί με το σταυρό. Αλλιώς ήταν δυνατό να παρατείνεται η ζωή για δυο και τρεις μέρες, παράταση που επέτεινε τη σκληρότητα της ποινής. Η κύρια αιτία επέλευσης του θανάτου ήταν η παρά φύση θέση του σώματος, η εξαιτίας αυτής διαταραχή της κυκλοφορίας του αίματος, οι τρομεροί πόνοι στο κεφάλι, η εξασθένηση της καρδιάς και τέλος η ακαμψία των σκελών.
Διατυπώσεις μετά τη σταύρωση
Ο ρωμαϊκός νόμος «De bonis damnatotum» εκχωρούσε στο δήμιο και στους εκτελεστές της σταύρωσης τα ρούχα του σταυρωμένου. Η ταφή απαγορευόταν για τους σταυρωμένους. Την παρείχαν μόνο στους έντιμους ανθρώπους. Οι σταυρωμένοι έμεναν κρεμασμένοι μέχρι να αποσυντεθούν και πολλές φορές γίνονταν βορά των ορνέων. Για να εμποδίζονται οι συγγενείς στην προσπάθειά τους να παρατείνουν τη ζωή του θύματος, με την ελπίδα της απονομής χάρης και της αποδέσμευσης από το σταυρό, ενώ ακόμα ο κατάδικος ήταν ζωντανός, υπήρχε φρουρά στρατιωτών για τη φύλαξή του. Στην Παλαιστίνη επέτρεψαν την αποκαθήλωση του Ιησού από σεβασμό στην τοπική γιορτή των Ιουδαίων και στην ειδική σχετική διάταξη του νόμου τους (Δευτερονόμιο 12:13, Ιώσηπος ΙΙΙ, 4,5,2), σύμφωνα με την πολιτική της Ρώμης απέναντι στους υποτελείς λαούς.
Πηγή
history-pages.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου